Μόσκοβος

Μόσκοβος
ο
βλ. Μόσχοβος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μόσχοβος — και Μόσκοβος, ο (Μ Μόσχοβος) [Μοσχοβία] 1. ο κάτοικος τής Μόσχας, Μοσχοβίτης 2. (κατ επέκτ.) Ρώσος …   Dictionary of Greek

  • σεφέρι — το, Ν 1. εκστρατευτικό στρατιωτικό σώμα («νά ρθει ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι», δημ. τραγούδι) 2. συνεκδ. α) εκστρατεία, πόλεμος β) εκδρομή, ταξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sefer] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”